Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκύλιασμα — το, Ν [σκυλιάζω] το αποτέλεσμα τού σκυλιάζω, έκρηξη μεγάλης οργής, φρένιασμα … Dictionary of Greek
σκύλιασμα — το μάνιασμα, θύμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)